«Γεννήθηκα στὴν Πάτρα στὰ 1859. Πέμπτη, ἀπομεσήμερο, στὶς δυὸ ἡ ὥρα, δεκατρεῖς τοῦ Γεννάρη. Τὰ νούμερα κρατῶ ἀπὸ τὸν ἀδερφό μου. Ἂν καλὰ θυμοῦμαι, τὰ γνώριζε ἀπὸ κάποιο καταστιχάκι τῆς μητέρας μου ἢ τοῦ πατέρα. Μέσα σ’ αὐτὸ σημειωμένα ἔτσι, χρόνος, ἡμέρα, ὥρα, οἱ ἐρχομοὶ στὸν κόσμο καὶ γιὰ τ’ ἄλλα δυὸ τ’ ἀδέρφια μου.»
(Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου Β΄: Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τόμ 19, σ. 185)
ΠΑΤΡΙΔΕΣ
Ὅπου βογγάει τὸ πολυκάραβο λιμάνι
ἀπ’ ἄγριο κῦμ’ ἁπλώνεται δαρμέν’ ἡ χώρα,
καὶ δὲ θυμᾶται μήτε σὰν ὀνείρου πλάνη
τὰ πρωτινὰ μετάξια της τὰ πλουτοφόρα.
Πολύκαρπα τ’ ἀμπέλια τὴν πλουτίζουν τώρα,
τὸ κάστρο της φορεῖ, παλαιϊκὸ στεφάνι,
δίψα τοῦ ξένου, Φράγκου, Τούρκου, ἀπὸ τὴν ὥρα
ποὺ τὸ διπλοθεμέλιωσαν οἱ Βενετσάνοι.
Ἕνα βουνὸ ἀποπάνω της ἀγρυπνοστέκει,
κι ὁ Παρνασσὸς λευκοχαράζει στὸν ἀέρα
βαθιά, κι ὁ ρουμελιώτης ὁ Ζυγὸς παρέκει·
αὐτοῦ πρωτάνοιξα τὰ μάτια μου στὴ μέρα,
κ’ ἡ μνήμη μου σὰν ὄνειρο τοῦ ὀνείρου πλέκει
γλυκειὰ μισοσβησμέν’ εἰκόνα, μιὰ μητέρα.
(«Πατρίδες»: Ασάλευτη Ζωή, Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τόμ. 2, σ. 143).